Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πρωτοτόκος
πρωτουργός
πρωτοφυής
πρώτως
πρωυδᾶν
πταῖσμα
πταίω
πτάμενος
πτᾱνός
πτάξ
πταρεῖν
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάτο
πτελέᾱ
πτερινός
πτέρις
πτέρνη
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
View word page
πταρεῖν
πταρεῖν
aor.2 inf.
see
πτάρνυμαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πταρεῖν
Headword (normalized):
πταρεῖν
Headword (normalized/stripped):
πταρειν
IDX:
35391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35392
Key:
πταρεῖν
Data
{'headword_display': '<b>πταρεῖν</b>', 'content': '<XE><RefFm>πταρεῖν<LblR>aor.2 inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πτάρνυμαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πταρεῖν'}