Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
πρωτοπορείᾱ
πρῶτος
πρωτοστάτης
πρωτοτόκος
πρωτουργός
πρωτοφυής
πρώτως
πρωυδᾶν
πταῖσμα
πταίω
πτάμενος
πτᾱνός
πτάξ
πταρεῖν
πταρμός
πτάρνυμαι
πτάτο
πτελέᾱ
πτερινός
πτέρις
πτέρνη
View word page
πτάμενος
πτάμενος
athem.aor.mid.ptcpl.
see
πέτομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτάμενος
Headword (normalized):
πτάμενος
Headword (normalized/stripped):
πταμενος
IDX:
35388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35389
Key:
πτάμενος
Data
{'headword_display': '<b>πτάμενος</b>', 'content': '<XE><RefFm>πτάμενος<LblR>athem.aor.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>πέτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'πτάμενος'}