Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπαγής
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορείᾱ
πρῶτος
πρωτοστάτης
πρωτοτόκος
πρωτουργός
πρωτοφυής
πρώτως
πρωυδᾶν
πταῖσμα
πταίω
πτάμενος
πτᾱνός
πτάξ
πταρεῖν
πταρμός
View word page
πρωτουργός
πρωτουργόςόνadjἔργον of certain motionsprimaryPl.

ShortDef

primary

Debugging

Headword:
πρωτουργός
Headword (normalized):
πρωτουργός
Headword (normalized/stripped):
πρωτουργος
IDX:
35382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35383
Key:
πρωτουργός

Data

{'headword_display': '<b>πρωτουργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρωτουργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of certain motions</Indic><Tr>primary</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρωτουργός'}