Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρωτοκαθεδρίᾱ
πρωτοκλισίᾱ
πρωτοκτόνος
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπαγής
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορείᾱ
πρῶτος
πρωτοστάτης
πρωτοτόκος
πρωτουργός
πρωτοφυής
πρώτως
πρωυδᾶν
πταῖσμα
πταίω
πτάμενος
View word page
πρωτο-πορείᾱ
πρωτο-πορείᾱᾱςf vanguardof an armyPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωτοπορείᾱ
Headword (normalized):
πρωτοπορείᾱ
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπορεια
IDX:
35378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35379
Key:
πρωτοπορείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πρωτο-πορείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρωτο-πορείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>vanguard<Expl>of an army</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρωτοπορείᾱ'}