Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρωτογενής
πρωτόγονος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρίᾱ
πρωτοκλισίᾱ
πρωτοκτόνος
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπαγής
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορείᾱ
πρῶτος
πρωτοστάτης
πρωτοτόκος
πρωτουργός
πρωτοφυής
πρώτως
πρωυδᾶν
View word page
πρωτό-πειρος
πρωτό-πειροςονadjπεῖρα of troopshaving a first experiencew.gen.of hardshipPlb.

ShortDef

making the first trial, a novice

Debugging

Headword:
πρωτόπειρος
Headword (normalized):
πρωτόπειρος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπειρος
IDX:
35375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35376
Key:
πρωτόπειρος

Data

{'headword_display': '<b>πρωτό-πειρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρωτό-πειρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πεῖρα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of troops</Indic><Tr>having a first experience<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of hardship</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρωτόπειρος'}