Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πρωτεσίλᾱος
πρωτεύς
πρωτεύω
πρώτιστος
πρωτοβόλος
πρωτογενής
πρωτόγονος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρίᾱ
πρωτοκλισίᾱ
πρωτοκτόνος
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπαγής
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορείᾱ
πρῶτος
πρωτοστάτης
View word page
πρωτο-κτόνος
πρωτο-κτόνοςονadjκτείνω of Ixion's supplication for purificationfor the first killingA.

ShortDef

committing the first murder, the first homicide

Debugging

Headword:
πρωτοκτόνος
Headword (normalized):
πρωτοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκτονος
IDX:
35370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35371
Key:
πρωτοκτόνος

Data

{'headword_display': '<b>πρωτο-κτόνος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>πρωτο-κτόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτείνω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Ixion's supplication for purification</Indic><Tr>for the first killing</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'πρωτοκτόνος'}