Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσίλᾱος
πρωτεύς
πρωτεύω
πρώτιστος
πρωτοβόλος
πρωτογενής
πρωτόγονος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρίᾱ
πρωτοκλισίᾱ
πρωτοκτόνος
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπαγής
πρωτόπειρος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορείᾱ
View word page
πρωτο-καθεδρίᾱ
πρωτο-καθεδρίᾱᾱςfκαθέδρᾱ best seat, place of honourin a synagogueNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρωτοκαθεδρίᾱ
Headword (normalized):
πρωτοκαθεδρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκαθεδρια
IDX:
35368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35369
Key:
πρωτοκαθεδρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>πρωτο-καθεδρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρωτο-καθεδρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καθέδρᾱ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>best seat, place of honour<Expl>in a synagogue</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρωτοκαθεδρίᾱ'}