Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Πρωταγόρᾱς
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσίλᾱος
πρωτεύς
πρωτεύω
πρώτιστος
πρωτοβόλος
πρωτογενής
πρωτόγονος
πρωτόθρονος
πρωτοκαθεδρίᾱ
πρωτοκλισίᾱ
πρωτοκτόνος
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπαγής
πρωτόπειρος
View word page
πρωτο-γενής
πρωτο-γενήςέςadjγένοςγίγνομαι first-bornof a class of thingsprimaryPl.

ShortDef

first-born, primeval

Debugging

Headword:
πρωτογενής
Headword (normalized):
πρωτογενής
Headword (normalized/stripped):
πρωτογενης
IDX:
35365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35366
Key:
πρωτογενής

Data

{'headword_display': '<b>πρωτο-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρωτο-γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>first-born</Def><aS2><Indic>of a class of things</Indic><Tr>primary</Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'πρωτογενής'}