Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρών
πρώξ
πρῷος
πρῷρα
πρῳρᾱτεύω
πρῳρᾱ́της
πρῳρεύς
πρῴρηθεν
Πρωταγόρᾱς
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσίλᾱος
πρωτεύς
πρωτεύω
πρώτιστος
View word page
πρῳρεύς
πρῳρεύςέωςm bow-officerX. D. Arist. Plu.

ShortDef

the officer in command at the bow, the look-out man

Debugging

Headword:
πρῳρεύς
Headword (normalized):
πρῳρεύς
Headword (normalized/stripped):
πρωρευς
IDX:
35353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35354
Key:
πρῳρεύς

Data

{'headword_display': '<b>πρῳρεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρῳρεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bow-officer</Tr><Au>X. D. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρῳρεύς'}