Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρωίᾱ
πρωιζά
πρω̆ιηρότης
πρώιμος
πρώιος
πρωίτερον
πρώκιος
πρώκροον
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρών
πρώξ
πρῷος
πρῷρα
πρῳρᾱτεύω
πρῳρᾱ́της
πρῳρεύς
πρῴρηθεν
Πρωταγόρᾱς
View word page
πρωκτός
πρωκτόςοῦmanus, arseholeof a human or animalHippon. Ar.

ShortDef

the anus

Debugging

Headword:
πρωκτός
Headword (normalized):
πρωκτός
Headword (normalized/stripped):
πρωκτος
IDX:
35345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35346
Key:
πρωκτός

Data

{'headword_display': '<b>πρωκτός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρωκτός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>anus, arsehole<Expl>of a human or animal</Expl></Tr><Au>Hippon. Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρωκτός'}