Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρωθήβης
πρωί
πρωίᾱ
πρωιζά
πρω̆ιηρότης
πρώιμος
πρώιος
πρωίτερον
πρώκιος
πρώκροον
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρών
πρώξ
πρῷος
πρῷρα
πρῳρᾱτεύω
πρῳρᾱ́της
πρῳρεύς
View word page
πρωκτίζω
πρωκτίζωvbπρωκτός buggersomeoneAr.

ShortDef

take in the ass

Debugging

Headword:
πρωκτίζω
Headword (normalized):
πρωκτίζω
Headword (normalized/stripped):
πρωκτιζω
IDX:
35343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35344
Key:
πρωκτίζω

Data

{'headword_display': '<b>πρωκτίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>πρωκτίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>πρωκτός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>bugger</Tr><Obj>someone<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'πρωκτίζω'}