Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρῴ
πρῳαίτερον
πρώειραν
πρώην
πρῳηρότης
πρωθήβης
πρωί
πρωίᾱ
πρωιζά
πρω̆ιηρότης
πρώιμος
πρώιος
πρωίτερον
πρώκιος
πρώκροον
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρών
πρώξ
View word page
πρώιμος
πρώιμοςη ονadjsuperl.
πρωιμώτατος
of a time for sowingearlyin the seasonX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρώιμος
Headword (normalized):
πρώιμος
Headword (normalized/stripped):
πρωιμος
IDX:
35338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35339
Key:
πρώιμος

Data

{'headword_display': '<b>πρώιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρώιμος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><FG><Deg><Lbl>superl.</Lbl><Form>πρωιμώτατος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><Indic>of a time for sowing</Indic><Tr>early<Expl>in the season</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρώιμος'}