Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρύτανις
πρῴ
πρῳαίτερον
πρώειραν
πρώην
πρῳηρότης
πρωθήβης
πρωί
πρωίᾱ
πρωιζά
πρω̆ιηρότης
πρώιμος
πρώιος
πρωίτερον
πρώκιος
πρώκροον
πρωκτίζω
πρωκτοπεντετηρίς
πρωκτός
πρωκτοτηρέω
πρών
View word page
πρω̆ι-ηρότης
πρω̆ι-ηρότηςorπρῳηρότηςουep.mἀρότης one who ploughs early in the seasonearly ploughmanHes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρω̆ιηρότης
Headword (normalized):
πρω̆ιηρότης
Headword (normalized/stripped):
πρωιηροτης
IDX:
35337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35338
Key:
πρω̆ιηρότης

Data

{'headword_display': '<b>πρω̆ι-ηρότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρω̆ι-ηρότης<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>πρῳηρότης</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>ep.m</PS><Ety><Ref>ἀρότης</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who ploughs early in the season</Def><Tr>early ploughman</Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρω̆ιηρότης'}