Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτραίνω
ἀλιτρίᾱ
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτρῡτος
ἁλίτυπος
ἀλκᾱ́
ἀλκαίᾱ
ἀλκαῖος
Ἀλκαῖος
Ἀλκαῖος
ἄλκαρ
ἀλκάσματα
ἀλκή
View word page
ἀλιτροσύνη
ἀλιτροσύνηηςf sinfulnessw.gen.of murderAR.

ShortDef

sinfulness, mischief

Debugging

Headword:
ἀλιτροσύνη
Headword (normalized):
ἀλιτροσύνη
Headword (normalized/stripped):
αλιτροσυνη
IDX:
3532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3533
Key:
ἀλιτροσύνη

Data

{'headword_display': '<b>ἀλιτροσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀλιτροσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>sinfulness<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of murder</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀλιτροσύνη'}