Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προώλης
πρυλέες
πρύλις
πρύμνα
πρυμναῖος
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανείᾱ
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
πρυτανηίη
πρύτανις
πρῴ
πρῳαίτερον
πρώειραν
πρώην
πρῳηρότης
View word page
πρυμνώρεια
πρυμνώρειαηςep.Ion.fπρυμνόςὄρος base of a mountainfootw.gen.of IdaIl.

ShortDef

the foot of a mountain

Debugging

Headword:
πρυμνώρεια
Headword (normalized):
πρυμνώρεια
Headword (normalized/stripped):
πρυμνωρεια
IDX:
35322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35323
Key:
πρυμνώρεια

Data

{'headword_display': '<b>πρυμνώρεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρυμνώρεια</HL><Infl>ης</Infl><PS>ep.Ion.f</PS><Ety><Ref>πρυμνός</Ref><Ref>ὄρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>base of a mountain</Def><nS2><Tr>foot<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of Ida</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'πρυμνώρεια'}