Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προχυτός
προχωρέω
προχώρησις
προψαλάσσω
προωδοπεποίηκα
προωθέω
προώλης
πρυλέες
πρύλις
πρύμνα
πρυμναῖος
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανείᾱ
πρυτανεῖον
πρυτανεύω
πρυτανηίη
View word page
πρυμναῖος
πρυμναῖοςᾱ ονadjof mooring-cablesat the sternsternAR.

ShortDef

of a ship-stern

Debugging

Headword:
πρυμναῖος
Headword (normalized):
πρυμναῖος
Headword (normalized/stripped):
πρυμναιος
IDX:
35316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35317
Key:
πρυμναῖος

Data

{'headword_display': '<b>πρυμναῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρυμναῖος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of mooring-cables</Indic><Def>at the stern</Def><Tr>stern</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρυμναῖος'}