Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προχύται
προχυταῖος
προχύτης
προχυτός
προχωρέω
προχώρησις
προψαλάσσω
προωδοπεποίηκα
προωθέω
προώλης
πρυλέες
πρύλις
πρύμνα
πρυμναῖος
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνός
πρυμνοῦχος
πρυμνώρεια
πρυτανείᾱ
View word page
πρυλέες
πρυλέεςέωνep.m.plreltd.πρύλις foot-soldiers, warriorsIl. Hes.

ShortDef

men-at-arms, foot-soldiers

Debugging

Headword:
πρυλέες
Headword (normalized):
πρυλέες
Headword (normalized/stripped):
πρυλεες
IDX:
35313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35314
Key:
πρυλέες

Data

{'headword_display': '<b>πρυλέες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>πρυλέες</HL><Infl>έων</Infl><PS>ep.m.pl</PS><Ety>reltd.<Ref>πρύλις</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>foot-soldiers, warriors</Tr><Au>Il. Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'πρυλέες'}