Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
προχόω
προχρῑ́ω
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχύτης
προχυτός
προχωρέω
προχώρησις
προψαλάσσω
προωδοπεποίηκα
προωθέω
προώλης
πρυλέες
πρύλις
πρύμνα
πρυμναῖος
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
πρυμνός
View word page
προωδοπεποίηκα
προωδοπεποίηκα
pf.
see
προοδοποιέω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προωδοπεποίηκα
Headword (normalized):
προωδοπεποίηκα
Headword (normalized/stripped):
προωδοπεποιηκα
IDX:
35310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35311
Key:
προωδοπεποίηκα
Data
{'headword_display': '<b>προωδοπεποίηκα</b>', 'content': '<XE><RefFm>προωδοπεποίηκα<LblR>pf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προοδοποιέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προωδοπεποίηκα'}