Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προχορεύω
προχόω
προχρῑ́ω
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχύτης
προχυτός
προχωρέω
προχώρησις
προψαλάσσω
προωδοπεποίηκα
προωθέω
προώλης
πρυλέες
πρύλις
πρύμνα
πρυμναῖος
πρυμνήσιος
πρυμνήτης
πρυμνόθεν
View word page
προ-ψαλάσσω
προ-ψαλάσσωvbψαλάσσω touch or pluck, reltd.ψάλλω threaten, bullysomeoneS.Ichn.

ShortDef

assail

Debugging

Headword:
προψαλάσσω
Headword (normalized):
προψαλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προψαλασσω
IDX:
35309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35310
Key:
προψαλάσσω

Data

{'headword_display': '<b>προ-ψαλάσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-ψαλάσσω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ψαλάσσω</Ref> <ital>touch</ital> or <ital>pluck</ital>, reltd.<Ref>ψάλλω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>threaten, bully</Tr><Obj>someone<Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προψαλάσσω'}