Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προχοαί
προχοΐς
πρόχοος
προχορεύω
προχόω
προχρῑ́ω
πρόχυσις
προχύται
προχυταῖος
προχύτης
προχυτός
προχωρέω
προχώρησις
προψαλάσσω
προωδοπεποίηκα
προωθέω
προώλης
πρυλέες
πρύλις
πρύμνα
πρυμναῖος
View word page
προχυτός
προχυτόςή όνadj of rocksdislodged in a showerfr. a mountainsidehHom.

ShortDef

poured out in front

Debugging

Headword:
προχυτός
Headword (normalized):
προχυτός
Headword (normalized/stripped):
προχυτος
IDX:
35306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35307
Key:
προχυτός

Data

{'headword_display': '<b>προχυτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προχυτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of rocks</Indic><Tr>dislodged in a shower<Expl>fr. a mountainside</Expl></Tr><Au>hHom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προχυτός'}