Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἄλιστος
ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτραίνω
ἀλιτρίᾱ
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτρῡτος
ἁλίτυπος
ἀλκᾱ́
ἀλκαίᾱ
ἀλκαῖος
Ἀλκαῖος
Ἀλκαῖος
View word page
ἀλιτραίνω
ἀλιτραίνωep.vbseeἀλιταίνω

ShortDef

to sin, offend

Debugging

Headword:
ἀλιτραίνω
Headword (normalized):
ἀλιτραίνω
Headword (normalized/stripped):
αλιτραινω
IDX:
3529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3530
Key:
ἀλιτραίνω

Data

{'headword_display': '<b>ἀλιτραίνω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἀλιτραίνω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ἀλιταίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἀλιτραίνω'}