Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλίσγημα
ἁλίσκομαι
ἁλιστέφανος
ἁλίστονος
ἄλιστος
ἀλιταίνω
ἁλιτενής
ἀλιτήμερος
ἀλιτήμων
ἀλιτήριος
ἀλιτηριώδης
ἀλιτόξενος
ἀλιτραίνω
ἀλιτρίᾱ
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτρῡτος
ἁλίτυπος
ἀλκᾱ́
ἀλκαίᾱ
ἀλκαῖος
View word page
ἀλιτηριώδης
ἀλιτηριώδηςεςadjof civil conflict, an impulse, a contingencyaccursed, abominablePl.

ShortDef

abominable, accursed

Debugging

Headword:
ἀλιτηριώδης
Headword (normalized):
ἀλιτηριώδης
Headword (normalized/stripped):
αλιτηριωδης
IDX:
3527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3528
Key:
ἀλιτηριώδης

Data

{'headword_display': '<b>ἀλιτηριώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀλιτηριώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of civil conflict, an impulse, a contingency</Indic><Tr>accursed, abominable</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀλιτηριώδης'}