Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεύω
προφήτης
προφῆτις
προφθάνω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφορᾱ́
προφορέομαι
προφράζω
πρόφρων
προφύλακες
προφυλακή
προφυλακίς
προφυλάσσω
προφύομαι
προφῡράω
προφυτεύω
προφωνέω
View word page
προ-φορέομαι
προ-φορέομαιmid.pass.contr.vb be constantly carried forwardof personstravel back and forthAr.of houndsrun to and froX.

ShortDef

to carry on the web by passing the weft

Debugging

Headword:
προφορέομαι
Headword (normalized):
προφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
προφορεομαι
IDX:
35276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35277
Key:
προφορέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-φορέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-φορέομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>be constantly carried forward</Def><vS2><Indic>of persons</Indic><Tr>travel back and forth</Tr><Au>Ar.</Au></vS2><vS2><Indic>of hounds</Indic><Tr>run to and fro</Tr><Au>X.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προφορέομαι'}