Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προφᾱτεύω
πρόφατος
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεύω
προφήτης
προφῆτις
προφθάνω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφορᾱ́
προφορέομαι
προφράζω
πρόφρων
προφύλακες
προφυλακή
προφυλακίς
προφυλάσσω
προφύομαι
προφῡράω
View word page
προφοβητικός
προφοβητικόςή όνadj of older peopleinclined to fear in advancew.acc.everythingArist.

ShortDef

apt to fear beforehand

Debugging

Headword:
προφοβητικός
Headword (normalized):
προφοβητικός
Headword (normalized/stripped):
προφοβητικος
IDX:
35274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35275
Key:
προφοβητικός

Data

{'headword_display': '<b>προφοβητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προφοβητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of older people</Indic><Tr>inclined to fear in advance<Expl><GLbl>w.acc.</GLbl>everything</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προφοβητικός'}