Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρόφασις
προφᾱτεύω
πρόφατος
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεύω
προφήτης
προφῆτις
προφθάνω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφορᾱ́
προφορέομαι
προφράζω
πρόφρων
προφύλακες
προφυλακή
προφυλακίς
προφυλάσσω
προφύομαι
View word page
προ-φοβέομαι
προ-φοβέομαιpass.contr.vb fear in advancebe apprehensive ofpunishments, sufferings, warsA.

ShortDef

to fear beforehand, fear at the thought of

Debugging

Headword:
προφοβέομαι
Headword (normalized):
προφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
προφοβεομαι
IDX:
35273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35274
Key:
προφοβέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-φοβέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-φοβέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>fear in advance</Def><Tr>be apprehensive of</Tr><Obj>punishments, sufferings, wars<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προφοβέομαι'}