Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προυχειροτόνησα
προύχρῑον
προυχώρησα
προύχω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφᾱτεύω
πρόφατος
προφερής
προφέρω
προφεύγω
προφητεύω
προφήτης
προφῆτις
προφθάνω
προφοβέομαι
προφοβητικός
προφορᾱ́
View word page
πρό-φατος
πρό-φατοςονadjφατός of a personfamed, renownedPi.

ShortDef

shown forth, renowned

Debugging

Headword:
πρόφατος
Headword (normalized):
πρόφατος
Headword (normalized/stripped):
προφατος
IDX:
35265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35266
Key:
πρόφατος

Data

{'headword_display': '<b>πρό-φατος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρό-φατος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φατός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>famed, renowned</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρόφατος'}