Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προυτεθεσπίκει
προύτρεψα
προύτυψα
προύφαινον
προυφαιρέω
προυφασιζόμην
προυφείλω
προυχειροτόνησα
προύχρῑον
προυχώρησα
προύχω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφᾱτεύω
πρόφατος
προφερής
προφέρω
προφεύγω
View word page
προύχω
προύχωcontr.vbseeπροέχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προύχω
Headword (normalized):
προύχω
Headword (normalized/stripped):
προυχω
IDX:
35258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35259
Key:
προύχω

Data

{'headword_display': '<b>προύχω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>προύχω</HL><PS>contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>προέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προύχω'}