Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προύσχον
προυτεθεσπίκει
προύτρεψα
προύτυψα
προύφαινον
προυφαιρέω
προυφασιζόμην
προυφείλω
προυχειροτόνησα
προύχρῑον
προυχώρησα
προύχω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφᾱτεύω
πρόφατος
προφερής
προφέρω
View word page
προυχώρησα
προυχώρησαaor.προυχώρουνimpf.seeπροχωρέω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προυχώρησα
Headword (normalized):
προυχώρησα
Headword (normalized/stripped):
προυχωρησα
IDX:
35257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35258
Key:
προυχώρησα

Data

{'headword_display': '<b>προυχώρησα</b>', 'content': '<XE><RefFm>προυχώρησα<LblR>aor.</LblR></RefFm><RefFm>προυχώρουν<LblR>impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προχωρέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προυχώρησα'}