Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προύσκεπτο
προυσκόπουν
προύστην
προύσχον
προυτεθεσπίκει
προύτρεψα
προύτυψα
προύφαινον
προυφαιρέω
προυφασιζόμην
προυφείλω
προυχειροτόνησα
προύχρῑον
προυχώρησα
προύχω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
προφᾱτεύω
View word page
προυφείλω
προυφείλωvbπρούφερονimpf.προύφθηνathem.aor.προύφῡνathem.aor.προύχωvbseeπροοφείλωπροφέρωπροφθάνωπροφύομαιπροέχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προυφείλω
Headword (normalized):
προυφείλω
Headword (normalized/stripped):
προυφειλω
IDX:
35254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35255
Key:
προυφείλω

Data

{'headword_display': '<b>προυφείλω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>προυφείλω</HL><PS>vb</PS></HG><RefFm>προύφερον<LblR>impf.</LblR></RefFm><RefFm>προύφθην<LblR>athem.aor.</LblR></RefFm><RefFm>προύφῡν<LblR>athem.aor.</LblR></RefFm><HG><HL>προύχω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>προοφείλω</Ref><Ref>προφέρω</Ref><Ref>προφθάνω</Ref><Ref>προφύομαι</Ref><Ref>προέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προυφείλω'}