Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
Προυσέληνος
προύσκεπτο
προυσκόπουν
προύστην
προύσχον
προυτεθεσπίκει
προύτρεψα
προύτυψα
προύφαινον
προυφαιρέω
προυφασιζόμην
προυφείλω
προυχειροτόνησα
προύχρῑον
προυχώρησα
προύχω
προφαίνω
προφανής
πρόφαντος
προφασίζομαι
πρόφασις
View word page
προυφασιζόμην
προυφασιζόμην
impf.mid.
προυφασισάμην
aor.mid.
see
προφασίζομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προυφασιζόμην
Headword (normalized):
προυφασιζόμην
Headword (normalized/stripped):
προυφασιζομην
IDX:
35253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35254
Key:
προυφασιζόμην
Data
{'headword_display': '<b>προυφασιζόμην</b>', 'content': '<XE><RefFm>προυφασιζόμην<LblR>impf.mid.</LblR></RefFm><RefFm>προυφασισάμην<LblR>aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προφασίζομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προυφασιζόμην'}