Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προύργου
προυρρήθην
προυσελέω
Προυσέληνος
προύσκεπτο
προυσκόπουν
προύστην
προύσχον
προυτεθεσπίκει
προύτρεψα
προύτυψα
προύφαινον
προυφαιρέω
προυφασιζόμην
προυφείλω
προυχειροτόνησα
προύχρῑον
προυχώρησα
προύχω
προφαίνω
προφανής
View word page
προύτυψα
προύτυψαaor.seeπροτύπτω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προύτυψα
Headword (normalized):
προύτυψα
Headword (normalized/stripped):
προυτυψα
IDX:
35250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35251
Key:
προύτυψα

Data

{'headword_display': '<b>προύτυψα</b>', 'content': '<XE><RefFm>προύτυψα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προτύπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προύτυψα'}