Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προῦπτος
προύργου
προυρρήθην
προυσελέω
Προυσέληνος
προύσκεπτο
προυσκόπουν
προύστην
προύσχον
προυτεθεσπίκει
προύτρεψα
προύτυψα
προύφαινον
προυφαιρέω
προυφασιζόμην
προυφείλω
προυχειροτόνησα
προύχρῑον
προυχώρησα
προύχω
προφαίνω
View word page
προύτρεψα
προύτρεψαaor.προυτραπόμηνaor.2 mid.seeπροτρέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προύτρεψα
Headword (normalized):
προύτρεψα
Headword (normalized/stripped):
προυτρεψα
IDX:
35249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35250
Key:
προύτρεψα

Data

{'headword_display': '<b>προύτρεψα</b>', 'content': '<XE><RefFm>προύτρεψα<LblR>aor.</LblR></RefFm><RefFm>προυτραπόμην<LblR>aor.2 mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προτρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προύτρεψα'}