Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προυπολαμβάνω
προυποτίθεμαι
προῦπτος
προύργου
προυρρήθην
προυσελέω
Προυσέληνος
προύσκεπτο
προυσκόπουν
προύστην
προύσχον
προυτεθεσπίκει
προύτρεψα
προύτυψα
προύφαινον
προυφαιρέω
προυφασιζόμην
προυφείλω
προυχειροτόνησα
προύχρῑον
προυχώρησα
View word page
προύσχον
προύσχονaor.2seeπροέχω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προύσχον
Headword (normalized):
προύσχον
Headword (normalized/stripped):
προυσχον
IDX:
35247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35248
Key:
προύσχον

Data

{'headword_display': '<b>προύσχον</b>', 'content': '<XE><RefFm>προύσχον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προέχω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προύσχον'}