Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προύπῑνον
προυπισχνέομαι
προυπογράφομαι
προυπολαμβάνω
προυποτίθεμαι
προῦπτος
προύργου
προυρρήθην
προυσελέω
Προυσέληνος
προύσκεπτο
προυσκόπουν
προύστην
προύσχον
προυτεθεσπίκει
προύτρεψα
προύτυψα
προύφαινον
προυφαιρέω
προυφασιζόμην
προυφείλω
View word page
προύσκεπτο
προύσκεπτο3sg.plpf.pass.προυσκεψάμηνaor.mid.seeπροσκέπτομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προύσκεπτο
Headword (normalized):
προύσκεπτο
Headword (normalized/stripped):
προυσκεπτο
IDX:
35244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35245
Key:
προύσκεπτο

Data

{'headword_display': '<b>προύσκεπτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>προύσκεπτο<LblR>3sg.plpf.pass.</LblR></RefFm><RefFm>προυσκεψάμην<LblR>aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσκέπτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προύσκεπτο'}