Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προϋπάρχω
προύπεμψα
προύπῑνον
προυπισχνέομαι
προυπογράφομαι
προυπολαμβάνω
προυποτίθεμαι
προῦπτος
προύργου
προυρρήθην
προυσελέω
Προυσέληνος
προύσκεπτο
προυσκόπουν
προύστην
προύσχον
προυτεθεσπίκει
προύτρεψα
προύτυψα
προύφαινον
προυφαιρέω
View word page
προυσελέω
προυσελέωcontr.vb treat contemptuouslyoutrageouslycertain types of peopleAr.pass.of Prometheusbe maltreatedA.

ShortDef

to maltreat, insult

Debugging

Headword:
προυσελέω
Headword (normalized):
προυσελέω
Headword (normalized/stripped):
προυσελεω
IDX:
35242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35243
Key:
προυσελέω

Data

{'headword_display': '<b>προυσελέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προυσελέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>treat contemptuously<or/>outrageously</Tr><Obj>certain types of people<Au>Ar.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of Prometheus</Indic><Def>be maltreated</Def><Au>A.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προυσελέω'}