Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
προυξερευνητής
προυξεφίεμαι
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προύπεμψα
προύπῑνον
προυπισχνέομαι
προυπογράφομαι
προυπολαμβάνω
προυποτίθεμαι
προῦπτος
προύργου
προυρρήθην
προυσελέω
Προυσέληνος
προύσκεπτο
προυσκόπουν
View word page
προ-υπισχνέομαι
προ-υπισχνέομαιmid.contr.vb promise earlierw.inf.to do sthg.Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προυπισχνέομαι
Headword (normalized):
προυπισχνέομαι
Headword (normalized/stripped):
προυπισχνεομαι
IDX:
35235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35236
Key:
προυπισχνέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-υπισχνέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-υπισχνέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>promise earlier</Tr><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προυπισχνέομαι'}