Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
προυξερευνητής
προυξεφίεμαι
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προύπεμψα
προύπῑνον
προυπισχνέομαι
προυπογράφομαι
προυπολαμβάνω
προυποτίθεμαι
προῦπτος
προύργου
προυρρήθην
προυσελέω
Προυσέληνος
View word page
προύπεμψα
προύπεμψα
aor.
προύπεσον
aor.2
προυπηλάκισα
aor.
see
προπέμπω
προπίπτω
προπηλακίζω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προύπεμψα
Headword (normalized):
προύπεμψα
Headword (normalized/stripped):
προυπεμψα
IDX:
35233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35234
Key:
προύπεμψα
Data
{'headword_display': '<b>προύπεμψα</b>', 'content': '<XE><RefFm>προύπεμψα<LblR>aor.</LblR></RefFm><RefFm>προύπεσον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><RefFm>προυπηλάκισα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προπέμπω</Ref><Ref>προπίπτω</Ref><Ref>προπηλακίζω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προύπεμψα'}