Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προύκαμον
προύλαβον
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
προυξερευνητής
προυξεφίεμαι
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προύπεμψα
προύπῑνον
προυπισχνέομαι
προυπογράφομαι
προυπολαμβάνω
προυποτίθεμαι
προῦπτος
προύργου
προυρρήθην
View word page
προϋπαρχή
προϋπαρχήῆςfπροϋπάρχω previous serviceoffered to someoneArist.

ShortDef

previous service

Debugging

Headword:
προϋπαρχή
Headword (normalized):
προϋπαρχή
Headword (normalized/stripped):
προυπαρχη
IDX:
35231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35232
Key:
προϋπαρχή

Data

{'headword_display': '<b>προϋπαρχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προϋπαρχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>προϋπάρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>previous service<Expl>offered to someone</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προϋπαρχή'}