Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προυδίδαξα
προύθανον
προύκαμον
προύλαβον
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
προυξερευνητής
προυξεφίεμαι
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προύπεμψα
προύπῑνον
προυπισχνέομαι
προυπογράφομαι
προυπολαμβάνω
προυποτίθεμαι
προῦπτος
View word page
προυξερευνητής
προυξερευνητήςοῦm advance scoutw.gen.of a routeE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προυξερευνητής
Headword (normalized):
προυξερευνητής
Headword (normalized/stripped):
προυξερευνητης
IDX:
35229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35230
Key:
προυξερευνητής

Data

{'headword_display': '<b>προυξερευνητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προυξερευνητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>advance scout<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a route</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προυξερευνητής'}