Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προτύπτω
προύβαλον
προυδίδαξα
προύθανον
προύκαμον
προύλαβον
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
προυξερευνητής
προυξεφίεμαι
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προύπεμψα
προύπῑνον
προυπισχνέομαι
προυπογράφομαι
προυπολαμβάνω
View word page
προυξεπίσταμαι
προυξεπίσταμαιmid.vbπρόἐξεπίσταμαι know ofw.acc.sthg.in advanceA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προυξεπίσταμαι
Headword (normalized):
προυξεπίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
προυξεπισταμαι
IDX:
35227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35228
Key:
προυξεπίσταμαι

Data

{'headword_display': '<b>προυξεπίσταμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προυξεπίσταμαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>πρό</Ref><Ref>ἐξεπίσταμαι</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>know of<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>sthg.</Prnth>in advance</Tr><Au>A.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προυξεπίσταμαι'}