Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
προτυγχάνω
προτύπτω
προύβαλον
προυδίδαξα
προύθανον
προύκαμον
προύλαβον
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
προυξερευνητής
προυξεφίεμαι
προϋπαρχή
προϋπάρχω
προύπεμψα
προύπῑνον
προυπισχνέομαι
προυπογράφομαι
View word page
προυξένουν
προυξένουν
impf.
προυξένησα
aor.
see
προξενέω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προυξένουν
Headword (normalized):
προυξένουν
Headword (normalized/stripped):
προυξενουν
IDX:
35226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35227
Key:
προυξένουν
Data
{'headword_display': '<b>προυξένουν</b>', 'content': '<XE><RefFm>προυξένουν<LblR>impf.</LblR></RefFm><RefFm>προυξένησα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προξενέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προυξένουν'}