Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
προτύπτω
προύβαλον
προυδίδαξα
προύθανον
προύκαμον
προύλαβον
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
προυξερευνητής
προυξεφίεμαι
προϋπαρχή
προϋπάρχω
View word page
προύλαβον
προύλαβονaor.2προύλεγονimpf.seeπρολαμβάνωπρολέγω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προύλαβον
Headword (normalized):
προύλαβον
Headword (normalized/stripped):
προυλαβον
IDX:
35222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35223
Key:
προύλαβον

Data

{'headword_display': '<b>προύλαβον</b>', 'content': '<XE><RefFm>προύλαβον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><RefFm>προύλεγον<LblR>impf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προλαμβάνω</Ref><Ref>προλέγω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προύλαβον'}