Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
προτύπτω
προύβαλον
προυδίδαξα
προύθανον
προύκαμον
προύλαβον
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
προυξερευνητής
προυξεφίεμαι
View word page
προύθανον
προύθανονaor.2προύθηκαaor.προυθῡμούμηνimpf.mid.προυθῡμήθηνaor.pass.seeπροθνῄσκωπροτίθημιπροθῡμέομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προύθανον
Headword (normalized):
προύθανον
Headword (normalized/stripped):
προυθανον
IDX:
35220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35221
Key:
προύθανον

Data

{'headword_display': '<b>προύθανον</b>', 'content': '<XE><RefFm>προύθανον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><RefFm>προύθηκα<LblR>aor.</LblR></RefFm><RefFm>προυθῡμούμην<LblR>impf.mid.</LblR></RefFm><RefFm>προυθῡμήθην<LblR>aor.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προθνῄσκω</Ref><Ref>προτίθημι</Ref><Ref>προθῡμέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προύθανον'}