Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρότονος
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
προτύπτω
προύβαλον
προυδίδαξα
προύθανον
προύκαμον
προύλαβον
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
προυξερευνητής
View word page
προυδίδαξα
προυδίδαξαaor.προύδωκαaor.seeπροδιδάσκωπροδίδωμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προυδίδαξα
Headword (normalized):
προυδίδαξα
Headword (normalized/stripped):
προυδιδαξα
IDX:
35219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35220
Key:
προυδίδαξα

Data

{'headword_display': '<b>προυδίδαξα</b>', 'content': '<XE><RefFm>προυδίδαξα<LblR>aor.</LblR></RefFm><RefFm>προύδωκα<LblR>aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προδιδάσκω</Ref><Ref>προδίδωμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προυδίδαξα'}