Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
προτομή
πρότονος
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
προτύπτω
προύβαλον
προυδίδαξα
προύθανον
προύκαμον
προύλαβον
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
προυξένουν
προυξεπίσταμαι
προυξερευνάω
View word page
προύβαλον
προύβαλον
aor.2
προύβην
athem.aor.
see
προβάλλω
προβαίνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προύβαλον
Headword (normalized):
προύβαλον
Headword (normalized/stripped):
προυβαλον
IDX:
35218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35219
Key:
προύβαλον
Data
{'headword_display': '<b>προύβαλον</b>', 'content': '<XE><RefFm>προύβαλον<LblR>aor.2</LblR></RefFm><RefFm>προύβην<LblR>athem.aor.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προβάλλω</Ref><Ref>προβαίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προύβαλον'}