Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πρότμησις
προτολμάομαι
πρότομα
προτομή
πρότονος
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
προτύπτω
προύβαλον
προυδίδαξα
προύθανον
προύκαμον
προύλαβον
προυμόσᾱς
προυννέπω
προυνοησάμην
View word page
προτροπή
προτροπήῆςfincitement, encouragement, exhortationPl. Arist. Plb. Plu.

ShortDef

exhortation

Debugging

Headword:
προτροπή
Headword (normalized):
προτροπή
Headword (normalized/stripped):
προτροπη
IDX:
35215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35216
Key:
προτροπή

Data

{'headword_display': '<b>προτροπή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προτροπή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG><nS1><Tr>incitement, encouragement, exhortation</Tr><Au>Pl. Arist. Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προτροπή'}