Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προτιείποι
προτίθημι
προτῑμάω
προτῑ́μησις
πρότῑμος
προτιμῡθέομαι
προτῑμωρέω
προτιόσσομαι
προτίω
πρότμησις
προτολμάομαι
πρότομα
προτομή
πρότονος
προτρεπτικός
προτρέπω
προτρέχω
πρότριτα
προτροπάδην
προτροπή
προτυγχάνω
View word page
προ-τολμάομαι
προ-τολμάομαιpass.contr.vb of certain kinds of criminal activitybe committed for the first timeTh.

ShortDef

to be first ventured

Debugging

Headword:
προτολμάομαι
Headword (normalized):
προτολμάομαι
Headword (normalized/stripped):
προτολμαομαι
IDX:
35206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35207
Key:
προτολμάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προ-τολμάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προ-τολμάομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of certain kinds of criminal activity</Indic><Tr>be committed for the first time</Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προτολμάομαι'}