Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτένθαι
προτενθεύω
προτεραίᾱ
προτεραίτερος
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
πρότερος
προτέρω
προτεύχομαι
προτί
προτιάπτω
προτιειλέω
προτιείποι
προτίθημι
προτῑμάω
προτῑ́μησις
View word page
προτέρημα
προτέρημαατοςnπροτερέω successin warPlb.pl.gener.advantagesPlb. Plu.

ShortDef

an advantage, victory

Debugging

Headword:
προτέρημα
Headword (normalized):
προτέρημα
Headword (normalized/stripped):
προτερημα
IDX:
35189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35190
Key:
προτέρημα

Data

{'headword_display': '<b>προτέρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προτέρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>προτερέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>success<Expl>in war</Expl></Tr><Au>Plb.</Au><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Indic>gener.</Indic><Def>advantages</Def><Au>Plb. Plu.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'προτέρημα'}