Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτένθαι
προτενθεύω
προτεραίᾱ
προτεραίτερος
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
πρότερος
προτέρω
προτεύχομαι
προτί
προτιάπτω
προτιειλέω
προτιείποι
προτίθημι
προτῑμάω
View word page
προτερη-γενής
προτερη-γενήςέςadjγένοςγίγνομαι of personsof an earlier generationCall. AR.

ShortDef

born sooner, older

Debugging

Headword:
προτερηγενής
Headword (normalized):
προτερηγενής
Headword (normalized/stripped):
προτερηγενης
IDX:
35188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35189
Key:
προτερηγενής

Data

{'headword_display': '<b>προτερη-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προτερη-γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>of an earlier generation</Tr><Au>Call. AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προτερηγενής'}