Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προτείχισμα
προτέλεια
προτελέω
προτελίζω
προτεμένισμα
προτέμνω
προτενής
προτένθαι
προτενθεύω
προτεραίᾱ
προτεραίτερος
προτερέω
προτερηγενής
προτέρημα
πρότερος
προτέρω
προτεύχομαι
προτί
προτιάπτω
προτιειλέω
προτιείποι
View word page
προτεραίτερος
προτεραίτεροςᾱ ονredupl.compar.adj hyperbol., of a personeven more firstat doing sthg.firsterAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προτεραίτερος
Headword (normalized):
προτεραίτερος
Headword (normalized/stripped):
προτεραιτερος
IDX:
35186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-35187
Key:
προτεραίτερος

Data

{'headword_display': '<b>προτεραίτερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προτεραίτερος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>redupl.compar.adj</PS></HG> <aS1><Indic>hyperbol., of a person</Indic><Def>even more first<Expl>at doing sthg.</Expl></Def><Tr>firster</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προτεραίτερος'}